Ἰσθμιόνικος

Ἰσθμιόνικος
Ἰσθμιόνικος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἰσθμιόνικον — Ἰσθμιόνικος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισθμιονίκης — Ἰσθμιονίκης και Ἰσθμιόνικος, ὁ (Α) 1. ο νικητής στους Ισθμιακούς αγώνες, στα Ίσθμια 2. στον πληθ. Ἰσθμιονῑκαι και Ἰσθμιόνικοι τίτλος ενός βιβλίου τών ωδών τού Πινδάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴσθμια + νίκης (< νίκη), πρβλ. Ολυμπιο νίκης, Πυθιο νίκης] …   Dictionary of Greek

  • νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”